- αἰγίδι
- αἰγίςgoatskinfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
αιγιδοειδές — αἰγιδοειδές, το (Μ) κατά τον Ευστάθιο, «ὅμοιον αἰγίδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγίς, ίδος + ειδὴς < εἶδος] … Dictionary of Greek
αἰγίδ' — αἰγίδα , αἰγίς goatskin fem acc sg αἰγίδι , αἰγίς goatskin fem dat sg αἰγίδε , αἰγίς goatskin fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)